Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

«Εθνικός διάλογος»: με ποιον και γιατί;

Πριν 31 χρόνια  καθιερώνεται ως μέσο πολιτικής παρέμβασης και επιβολής ο «εθνικός διάλογος». Έκτοτε ανοίγει ένας μακρύς κατάλογος τέτοιων εγχειρημάτων που παρά τους κόπους, τις προσπάθειες, τη στράτευση διαφόρων «σοφών», τη σπατάλη χρήματος δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα.

Ο «εθνικός διάλογος» επανέρχεται με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά και γνώριμες εξαγγελίες και μεθόδους αλλά και με βασικές διαφορές. Πρώτον διότι επιχειρείται από την «κυβέρνηση της  αριστεράς», που στηρίζεται από την ακροδεξιά του Καμμένου, και υλοποιεί την αστική επιθετική πολιτική της ηγεσίας του ΣΥΡΡΙΖΑ.
Δεύτερον πραγματοποιείται σε καθεστώς τρίτου μνημονίου το οποίο καθορίζει και επιβάλλει τον «εκσυγχρονισμό του τομέα της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές της Ε.Ε. και αυτό θα τροφοδοτήσει την προγραμματισμένη ευρύτερη στρατηγική ανάπτυξης...
...την υλοποίηση της μεταρρύθμισης του "Νέου Σχολείου", το περιθώριο περαιτέρω εξορθολογισμού (των τάξεων, σχολείων και πανεπιστημίων), τη λειτουργία και διακυβέρνηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, την αποδοτικότητα και αυτονομία των δημόσιων εκπαιδευτικών μονάδων και την αξιολόγηση και διαφάνεια σε όλα τα επίπεδα...
Η επανεξέταση θα προτείνει συστάσεις σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές των χωρών του ΟΟΣΑ».
Μια αναδρομή στις απόπειρες εθνικού διαλόγου βοηθά στην αποτίμηση των κοινών χαρακτηριστικών.
Πρώτο εγχείρημα διαλόγου το 1985. Η αστική τάξη το 1985 επιχειρεί μια στρατηγικού χαρακτήρα αλλαγή που εντοπίζεται κυρίως στο ρόλο του κράτους, την εγκατάλειψη του κοινωνικού του χαρακτήρα, τον περιορισμό των δαπανών και τη συρρίκνωση της αναδιανομής.
Παράλληλα οι ανάγκες της παραγωγής και της αγοράς εργασίας επιβάλλουν την εσωτερική μεταρρύθμιση που αφορά και ανατρέπει τόσο τη δομή, τη διοίκηση και οργάνωση, όσο και το περιεχόμενο, τα προγράμματα και τις μεθόδους.
«Μαθαίνω να μαθαίνω» το εύηχο και πιασάρικο σλόγκαν που σημαίνει ευέλικτος, ευπροσάρμοστος, εύπλαστος εργαζόμενος.
Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην υπηρεσία των σύγχρονων αναγκών της καπιταλιστικής παραγωγής με την άμεση σύνδεση επιχειρήσεων πανεπιστημίων.
Οι ανάγκες του καπιταλισμού, τα μέσα της πολιτικής και πολιτιστικής συμμόρφωσης των κυριαρχούμενων με την επάλειψη «σύγχρονου» εθνικισμού καθίστανται ορόσημα του  «εθνικού διαλόγου», με το περιτύλιγμα Τρίτση για την «ποιοτική αναβάθμιση» και τη «μεγάλη μεταρρύθμιση».
Εντοπίζεται μάλιστα και η αιτία της κρίσης της εκπαίδευσης: Ο κομματισμός τόσο στους εκπαιδευτικούς όσο και στους μαθητές. Η ρήξη με το κίνημα των εκπαιδευτικών που δεν συναινεί με τις νέες προτεραιότητες απαιτεί ενίσχυση του ελέγχου,  της ιεραρχίας και της αξιολόγησης. Αποτέλεσμα ο 1566.
Το 1991 ο Σουφλιάς διαδέχεται τον Κοντογιαννόπουλο μετά την δολοφονία Τεμπονέρα, που σφραγίζει τις μεγάλες μαθητικές κινητοποιήσεις, αποσύρει το πολυνομοσχέδιο και προκηρύσσει νέο «εθνικό διάλογο».
Νέο ορόσημο «ο εκσυγχρονισμός του εκπαιδευτικού συστήματος», δηλαδή εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού.
Ο «διεθνής ανταγωνισμός», οι απαιτήσεις της «ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς», η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στην «ευρωπαϊκή ενοποίηση επιβάλλουν ασφυκτικό κρατικό έλεγχο, ενίσχυση της κοινωνικής επιλογής, με ευθεία αμφισβήτηση της δωρεάν παιδείας, πλήρη συμμόρφωση των εκπαιδευτικών, μετατροπή τους σε διεκπεραιωτές της κυβερνητικής πολιτικής.
«Εθνικοί» στόχοι: Ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα.
Το 1995 ο Γ. Παπανδρέου για να αντιμετωπίσει τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στη «μεταρρύθμιση»  Αρσένη, που επέβαλε μέτρα που θα ζήλευε ο Σουφλιάς, θεσμοθετεί το «Εθνικό Συμβούλιο για την Παιδεία» (ΕΣΥΠ).
Το 2005 η Μ. Γιαννάκου αρχίζει νέο «Εθνικό διάλογο για την παιδεία» με πλαίσιο το νεοφιλελεύθερο μοντέλο σχολείου και πανεπιστημίου της Μπολόνιας και της Λισσαβόνας
Η «σύνδεση εκπαιδευτικών μονάδων με τον κόσμο της εργασίας», η μαθητεία, η εξειδίκευση, η «συνάρτηση των σπουδών με τις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και οικονομιών», η «διασύνδεση με κέντρα έρευνας και δυναμικές επιχειρήσεις» είναι τα «νέα» ορόσημα.
Ακολουθούν μετά τις απεργιακές κινητοποιήσεις του 2006 Στυλιανίδης, Διαμαντοπούλου, Μπαμπινιώτης, Α. Λοβέρδος. Ο καθένας απ’ αυτούς επιχειρεί να ευοδώσει επιτέλους ο δικός του διάλογος...
Τι συμπεράσματα βγαίνουν από αυτή την ανασκόπηση...
1. Όλα τα εγχειρήματα Εθνικών διαλόγων ακολουθούσαν περιόδους έξαρσης των αντιστάσεων
και μεγάλων κινητοποιήσεων στο χώρο της εκπαίδευσης.
Ο διάλογος πάντα αποτελούσε μέσο εκτόνωσης των αντιδράσεων, υπερκερασμού των διεκδικήσεων, παράκαμψης των συλλογικών διεκδικήσεων και των συλλογικών οργάνων και απονομιμοποίησης της δράσης τους.
Το κίνημα των εκπαιδευτικών που στην ουσία στήριζε πολιτικά κάθε εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας και του ρεφορμισμού απαξιώνεται και παρακάμπτεται με στόχο την απομόνωσή του και την άμεση απεύθυνση στην κοινωνία.
 Ο κ. Λιάκος πρόεδρος επιτροπής εθνικού διαλόγου σε κρίση ειλικρίνειας δηλώνει μάλιστα αγανακτισμένος για τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών και τη ματαίωση εκδηλώσεων  «δυστυχώς τον τόνο στις αντιδράσεις δίνουν κάποιες μπαγιάτικες αριστερές ομάδες»  
2.  Κύρια επιδίωξη των διαλόγων ήταν η απόσπαση της συναίνεσης εκείνων που θα τσιμπήσουν στον «κοινό στόχο», στην «αξιοποίηση προτάσεων», στη «συμμετοχή», στην «ανάγκη μεταρρυθμίσεων».
Εκείνων που θα αποπροσανατολιστούν από τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας, των νέων  και της εκπαιδευτικής κοινότητας και θα πεισθούν για την ουδετερότητα των στόχων, για το κοινό συμφέρον.
Οι «κοινοί στόχοι», η «ανάγκη εθνικής συμφωνίας» δεν είναι τίποτε άλλο παρά νομιμοποίηση της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής
Ο προσδιορισμός «εθνικός» χρησιμοποιείται ακριβώς για να καλύψει το χαρακτήρα των επιλογών. Αποτελεί τον καταλύτη που θα διευκολύνει την εφαρμογή των επιλογών της κυρίαρχης τάξης.
Οι κυβερνώντες είναι οι μόνοι που δεν έχουν αυταπάτες περί «εθνικών αναγκών και κατευθύνσεων» γιατί ξέρουν καλά ότι το σε πόση έκταση και βάθος θα καταφέρουν να επιβάλουν τις επιλογές τους εξαρτάται αποκλειστικά από το συσχετισμό της δύναμης στην ταξική πάλη.
Η εκπαίδευση όχι μόνο δεν αποτελεί «ουδέτερο πεδίο», «εθνική υπόθεση», αλλά το κατ εξοχήν ταξικό μέσο επιβολής της ιδεολογίας και υλοποίησης των οικονομικών επιλογών, της διαμόρφωσης του επιστημονικού και εργατικού δυναμικού που απαιτούν οι κατά καιρούς οικονομικές και κοινωνικές επιλογές της αστικής τάξης.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία ο εθνικός διάλογος είναι ο πιο εύσχημος τρόπος να απεγκλωβιστεί ο ΣΥΡΡΙΖΑ από τις προγραμματικές του δεσμεύσεις μετά την προσχώρησή του στο αστικό μπλοκ και να εφαρμόσει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των μνημονίων
3. Στόχος κοινός όλων των διαλόγων στρατηγικής σημασίας, η εναρμόνιση του ελληνικού σχολείου και πανεπιστημίου με το κυρίαρχο εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ε.Ε. όπως περιγράφεται στο Λευκό Βιβλίο για την εκπαίδευση και την κατάρτιση και μάλιστα στη χειρότερη και πιο επιθετική εκδοχή του.
Η εφαρμογή νεοσυντηρητικών - νεοφιλελευθέρων αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση που θα στηρίξει την καπιταλιστική ανασυγκρότηση και θα υπηρετήσει της ανάγκες της νέας αγοράς της ευέλικτης εργασίας. Η απάλειψη κάθε κοινωνικού και εξισωτικού χαρακτηριστικού της εκπαίδευσης και ριζική μεταστροφή στην ταξικότητα της εκπαίδευσης.
Αποκοπή της εκπαίδευσης από τις μορφωτικές ανάγκες της κοινωνίας, αντικατάσταση της γνώσης από τη πληροφορία, της μόρφωσης από τις δεξιότητες και της παιδείας από το «μαθαίνω πώς να μαθαίνω»
Ο νέος «εθνικός διάλογος» Φίλη, όχι μόνο δεν διαφοροποιείται σε τίποτα, αλλά κινείται σε πιο αντιδραστική κατεύθυνση.
Η Ατζέντα του διαλόγου διαλύει κάθε αμφιβολία, επίσημα κείμενα είναι η έκθεση του ΟΟΣΑ, η έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οι προτάσεις της ομάδας REN και οι προτάσεις Λιάκου.
Τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν να διεκπεραιώσουν το διάλογο επίσης. Πρόεδρος της επιτροπής διαλόγου ο Α Λιάκος, «Γνωστός και γνήσιος εκπρόσωπος των λεγόμενων «εκσυγχρονιστών», υπήρξε εις εκ των γνωστών ως «1.000» καθηγητών που προσυπέγραψαν τον νόμο Γιαννάκου και την παράλληλη απόπειρα αναθεώρησης του άρθρου 16, ώστε να ανοίξει ο δρόμος στην ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση». (Η εφημερίδα των συντακτών 21-22 Νοεμβρίου 2015).
Πρόεδρος της επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων ο Κ. Γαβρόγλου «εκ των αρχιτεκτόνων του νόμου-πλαίσιο του 1982»
Τα κείμενα της επιτροπής διαλόγου που θέτουν «τα θέματα και τα ερωτήματα που πρέπει να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας» κινούνται σε τέσσερις άξονες:
1. Χρηματοδότηση. Ο στόχος της μείωσης στο ελάχιστο της κρατικής χρηματοδότησης αναζητά μέσω του διαλόγου «ισοδύναμα» με την «αποκέντρωση» πέρασμα της ευθύνης λειτουργίας των σχολικών μονάδων στην τοπική αυτοδιοίκηση, που αναλαμβάνει την υποχρέωση να εξασφαλίσει χρήματα είτε από τοπική φορολογία ανταποδοτικότητα -  είτε από δίδακτρα (η σκέψη του Τριανταφυλλίδης έρχεται από το μέλλον), με  την οικονομική αυτοδυναμία, την αναζήτηση πόρων είτε από τον ιδιωτικό τομέα, είτε με την εμπορευματοποίηση των λειτουργιών και των δομών τους.
Ήδη υπάρχει πληθώρα «προτάσεων» και «ιδεών» για ζώνη κινηματογράφων και εστιατορίων στην πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου, για μετατροπή των σχολείων των νησιών το καλοκαίρι σε youth hostel και θερινά σινεμά...
2.   Αξιολόγηση. Επανέρχεται δριμύτερη για υποστηρίξει και να κάμψει τις όποιες επιφυλάξεις τόσο στις αλλαγές που αφορούν το περιεχόμενο όσο και στη δομή και τη λειτουργία. Η αξιολόγηση θα εξαρτάται από την απόδοση, τις επιδόσεις και την αποτελεσματικότητα, θα συνδέεται άμεσα με την κατηγοριοποίηση των σχολείων, τον έλεγχο και συμμόρφωση-χειραγώγηση των εκπαιδευτικών μέσω των μισθών τους.
Στόχος η διαμόρφωση πολύμορφων σχολικών μονάδων που θα αποκτούν brand name ώστε να είναι ανταγωνιστικές για την εξασφάλιση εγγραφών, χρηματοδότησης, χορηγίας, δηλαδή σχολείων που θα λειτουργούν στα πλαίσια της επιχειρηματικότητας και της επιχειρηματοποίησης.
Στα πλαίσια αυτά εντάσσονται και οι «προτάσεις – ιδέες» για το «πώς θα απελευθερώσουμε το σχολείο από το αναλυτικό πρόγραμμα», για τοπικά και κατά περίπτωση curriculum.
3. Κοινωνικός αποκλεισμός, ένταση της ταξικότητας με την προώθηση νέων μηχανισμών αποκλεισμού  της εργατικής τάξης, πέρα από την οικονομική αδυναμία, όπως η εισαγωγή της γλωσσομάθειας για την εισαγωγή στις σχολές υψηλής ζήτησης.
Η μαθητεία που προβάλλεται ως πανάκεια για τον περιορισμό της ανεργίας αντικαθιστά την επαγγελματική εκπαίδευση στο όνομα της «μάθησης στο χώρο εργασίας». Απαλλάσσει εργοδότες και κράτος από οποιοδήποτε κόστος και ευθύνη, επιβάλλοντας καθεστώς υπερεκμετάλλευσης της νέας γενιάς, εκπαιδεύοντάς την  στην αποδοχή της απασχολησιμότητας, της φθηνής και χωρίς δικαιώματα εργασίας.
Οι εργαζόμενοι, οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι γονείς το μόνο καλό που μπορούν να περιμένουν από αυτό το διάλογο είναι η ματαίωσή του.
Οι εκπαιδευτικοί έχουμε καθήκον και ευθύνη απέναντι στην ιστορία και τους αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος να αρνηθούμε τη συναίνεσή μας στον προσχηματικό και ύπουλο διάλογο.
Να μη νομιμοποιήσουμε με την επίφαση του διαλόγου τις απολύτως προκαθορισμένες αντιεκπαιδευτικές κατευθύνσεις.
Να μην επιτρέψουμε η γενιά η δική μας να γίνει η γενιά του συμβιβασμού και της υποχώρησης.
Να στείλουμε το διάλογο Φίλη να προστεθεί στον κατάλογο των αποτυχημένων εγχειρημάτων του παρελθόντος.
Κατάκτηση και ελπίδα για μας θα είναι το άνοιγμα του δικού μας διαλόγου για μια άλλη παιδεία, στην υπηρεσία του ανθρώπου και της κοινωνίας, μιας παιδείας που θα απαντά στην τεράστια αντίφαση της εποχής μας: στην τεράστια επιστημονική και τεχνολογική πρόοδο, στις δυνατότητες που ανοίγει για τον άνθρωπο και στην κατάσταση της ανθρωπότητας  που της επιβάλλει το καθεστώς της εκμετάλλευσης και της βαρβαρότητας.